- μαθεύομαι
- (μαθεύομαι), μαθεύτηκε - μαθεύτηκαν βλ. πίν. 18
(μόνο στο γ' πρόσ. αόρ., ως προσ. ή απρόσ.)
——————Σημειώσεις:μαθαίνω – μαθεύομαι : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και ο ενεστώτας της παθητικής φωνής (μαθαίνομαι) σε εκφράσεις όπως: μαθαίνεται ο έρωτας έτσι; (Χειρόγρ. Ρωξάνης, σελ. 82).Ο Τριανταφυλλίδης (1941, σελ. 365) αναφέρει τον τύπο μαθαίνομαι με αόρ. μαθεύτηκα, στην κοινή νεοελληνική όμως απαντάται κυρίως το μαθεύτηκε (και μαθεύτηκαν) με διαφορετική έννοια → έγινε γνωστό.Η μτχ. μαθημένος σημαίνει κυρίως → αυτός που απέκτησε κάποια συγκεκριμένη συνήθεια (π.χ. δεν είναι μαθημένος στο ψυχρό κλίμα).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.